- καρδι(ο)-
- (AM καρδι[ο]-)α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α' συνθετικό καρδι(ο)-: καρδιαλγής, καρδιαλγία, καρδιαλγικός, καρδιογνώστης, καρδιοειδής, καρδιόπονος, καρδιοπονώ, καρδιοστάλακτοςαρχ.καρδιαλγώ, καρδιοβόλος, καρδιοβολούμαι, καρδιόδαιτος, καρδιόδηκτος, καρδιοδίαιτος, καρδιόπληκτος, καρδιόστερρος, καρδιουλκία, καρδιουλκώ, καρδιουργώ, καρδιοφύλαξμσν.καρδιεταστής, καρδιοανασπάστης, καρδιοαναστέναγμα, καρδιοβρασία, καρδιοδα(γ)κάνω, καρδιοδιχοτομώ, καρδιοκαίω, καρδιοκλόνισμα, καρδιοκόκκαλο, καρδιοκολάπτης, καρδιοκοπετός, καρδιοκοπώ, καρδιοκράτωρ, καρδιοκρισία, καρδιοπονόβρασμα, καρδιοπονόθλιβος, καρδιοσπάραγμα, καρδιόσπαστος, καρδιόστροφος, καρδιοσύσταση, καρδιοσφάγισμα, καρδιοσφάζομαι, καρδιότρωτος, καρδιούχος, καρδιοφάγος, καρδιοφαγώ, καρδιοφλόγισις, καρδιοφλογισμός, καρδιοφλόγιστος, καρδιόφωνον, καρδιοψύχωσιςμσν.- νεοελλ.καρδιοφλογίζωνεοελλ.καρδιαγγειακός, καρδιοβακτήριο, καρδιογενής, καρδιεκτασία, καρδιογράφημα, καρδιογραφία, καρδιογραφικός, καρδιογράφος, καρδιοδιαλεχτής, καρδιοθλίβομαι, καρδιόκερας, καρδιοκλέφτης, καρδιολογία, καρδιολογικός, καρδιολόγος, καρδιόλυση, καρδιομαραίνω, καρδιομεγαλία, καρδιονοσία, καρδιόξυλο, καρδιοπάθεια, καρδιοπαθής, καρδιοπερικαρδίτιδα, καρδιοπλανευτής, καρδιοπλάνος, καρδιοπληγία, καρδιοπληξία, καρδιοπνευμογράφος, καρδιοπνευμονικός, καρδιορραγία, καρδιορρηξία, καρδιοσκασιά, καρδιοσκάσιμο, καρδιοσκλήρωση, καρδιόσπασμος, καρδιόσπερμο, καρδιόσχημος, καρδιοσωμός, καρδιοτομία, καρδιοτονωτικός, καρδιοφλογιστής, καρδιόφυλλο, καρδιοχειρουργική, καρδιοχειρουργικός, καρδιοχειρουργός, καρδιόχορτο, καρδιοχτύπι, καρδιοχτυπώ.
Dictionary of Greek. 2013.